μεγαλοφώνῳ

μεγαλοφώνῳ
μεγαλόφωνος
loudvoiced
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • великогласьныи — (6) пр. Громкий: гла(с) мл҃твы молѩщихъсѩ оумилениѥ. ибо не въ пѣтьихъ. и пѣниихъ. и гласѣхъ. и воплиихъ великогл(с)ныхъ. и бл҃говѣрниѥ познаваѥсѩ. ищющиимъ истины. (μεγαλοφώνῳ) ПНЧ 1296, 130 об.; ||=громогласный: и великогласныи же исаи˫а с҃нъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταλαλώ — (AM καταλαλῶ, έω) κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.) αρχ. 1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.) 2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”